Αλόννησος

Καταφύγιο Άγριας Ζωής

Καταφύγιο Άγριας Ζωής Αλοννήσου

Τον Οκτώβριο του 2022, το Ίδρυμα Thalassa σε συνεργασία με την Μονάδα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Σποράδων δημιούργησε, κατασκεύασε και σε συνεργασία με τον Δήμο Αλοννήσου, τοποθέτησε ενημερωτικές πινακίδες στα καίρια σημεία έτσι ώστε οι επισκέπτες και λάτρεις της φύσης να μπορούν «με μία ματιά» να μαθαίνουν για την χλωρίδα και πανίδα του ΚΑΖ.

Το Καταφύγιο Άγριας Ζωής Αλοννήσου (ΚΑΖ) ιδρύθηκε το 2001 με την υπ’ αριθμ. 1460 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας και καλύπτει έκταση εμβαδού 10.000 στρεμμάτων, με στόχο την προστασία, διαχείριση και αναπαραγωγή των ειδών της άγριας πανίδας. Εκτείνεται από τη Δημοτική Θέση Καρδάμι και στη συμβολή του μονοπατιού «Καρδάμι-Ξούρια» με τον υπάρχοντα επαρχιακό δρόμο «Πατητήρι – Γέρακας» και ακολουθώντας Β.Δ. κατεύθυνση, φθάνει στη Δ. Θ. & «Μελίοι». Από ‘κει στρέφεται δυτικά ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι και καταλήγει στη θάλασσα. Στη συνέχεια ακολουθεί την ακτογραμμή μέχρι τον όρμο του Γέρακα, όπου συναντά το τέλος του επαρχιακού δρόμου «Πατητήρι-Γέρακας» και συνεχίζει κατά μήκος του παραπάνω δρόμου μέχρι την αρχική θέση Καρδάμι.

Εντός του Καταφυγίου Άγριας Ζωής απαγορεύονται (Ν.3937/2011) :

  • το κυνήγι κάθε θηράματος και κάθε είδους άγριας πανίδας
  • η σύλληψη είδους άγριας πανίδας για σκοπούς μη ερευνητικούς
  • οι αγώνες κυνηγετικών ικανοτήτων σκύλων δεικτών
  • η συλλογή της άγριας χλωρίδας, η καταστροφή κάθε είδους ζώνης με φυσική βλάστηση και των ζωντανών φυτοφρακτών
  • η αμμοληψία και η αποστράγγιση, επιχωμάτωση και αποξήρανση ελωδών εκτάσεων η ρύπανση των υδατικών πόρων
  • η διάθεση ή απόρριψη αποβλήτων
  • η ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών
  • η διενέργεια στρατιωτικών ασκήσεων
  • η ένταξη έκτασης ΚΑΖ σε πολεοδομικό σχεδιασμό

 

Χάρτης Καταφυγίου Άγριας Ζωής (KAZ)

Πανίδα περιοχής

Πετροκούναβο

Προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό προστασία) και από το Κόκκινο Βιβλίο (ως ενδημικό υποείδος στον Ελλαδικό χώρο). Τα θαμνοτόπια από τη μια και τα βραχώδη τμήματα από την άλλη δημιουργούν επιθυμητούς οικοτόπους για το νυκτόβιο σαρκοφάγο αυτό είδος. Φωλιάζει σε κουφάλες δέντρων, σε τρύπες και βράχια. Το χρώμα του είναι καφέ-γκρι και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η διπλή άσπρη κηλίδα που έχει στο στήθος και στον λαιμό. Έχει μήκος σώματος περίπου 50 εκατοστά και φουντωτή ουρά μήκους 25 εκατοστών.

Σκαντζόχοιρος

Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN. Ζει σε αραιά δάση και όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση. Είναι ζώο μοναχικό, νυκτόβιο και παμφάγο. Τρώει έντομα, σκουλήκια, γυμνοσάλιαγκες, αυγά πουλιών, σπόρους και καρπούς. Η φωλιά του είναι συνήθως υπόγεια. Την ημέρα, όταν δεν βρίσκεται στη φωλιά του, κρύβεται κάτω από σωρούς φύλλων.

Κρασποδοχελώνα (Testuto marginata)

Η Κρασπεδωτή χελώνα διαφέρει πολύ από τα άλλα δύο είδη χερσαίων χελωνών: είναι μεγαλύτερη, με μακρόστενο σχήμα και έντονο σκούρο, κάποιες φορές μαύρο χρώμα. Χαρακτηριστικό της είναι οι προτεταμένες πίσω περιφερειακές πλάκες, που στις αρσενικές είναι πολύ πιο έντονες.

Οχιά (Vipera ammodytes)

Προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης. Είναι το μοναδικό δηλητηριώδες είδος φιδιού στην Ελλάδα. Το δηλητήριό του είναι πολύ ισχυρό. Ζει σε ηλιόλουστες, θαμνώδεις ή βραχώδεις περιοχές σε αραιά δάση και ποο-λιβάδια. Συχνά βρίσκεται πάνω σε δέντρα, οπότε είναι ακόμα πιο επικίνδυνη. Τρέφεται με μικρά τρωκτικά, πουλιά, αυγά κ.λπ. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της οχιάς είναι ένα κέρατο στην άκρη της μύτης, που σχηματίζεται από φολίδες και η σκουρόχρωμη «ζικ-ζακ» γραμμή που φέρει κατά μήκος της πλάτης.

Ζαμενής (Coluber caspius)

Προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981. Είναι χερσόβιο και ημερόβιο φίδι. Τρέφεται με μικρά τρωκτικά, πουλιά, σαύρες ή άλλα μικρότερα φίδια. Προτιμά θαμνώδεις περιοχές με πετρώδη ανοίγματα, ενώ συναντάται ακόμη σε ρεματιές αγρούς και ποο-λιβάδια. Μοιάζει πολύ με τη δενδρογαλιά. Το μήκος του φθάνει το 1 μέτρο. Το σώμα του καλύπτεται από λείες φολίδες. Το χρώμα του είναι γκριζωπό ή πρασινοκίτρινο.

Λαφίτης (Elaphe quatuorlineata)

Προστατεύεται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τη Σύμβαση της Βέρνης και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981. Ζει σε ξηρές θαμνώδεις και βραχώδεις περιοχές, σε ποο-λιβάδια καθώς και σε κατοικημένες περιοχές. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φίδια. Το ολικό μήκος του συνήθως είναι έως 1,5 μέτρα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως μπορεί να φτάσει έως και τα 2,6  μέτρα.

Το χρώμα του είναι γκρίζο ή καφετί. Έχει δύο σκουρόχρωμες χαρακτηριστικές ταινίες σε κάθε πλευρά.

Σπιτόφιδο (Zamenis situla)

Προστατεύεται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, από τη Σύμβαση της Βέρνης και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981. Ζει σε υγρές περιοχές, σε όχθες ποταμών, καθώς και σε κατοικημένες περιοχές. Tο ολικό μήκος του μπορεί να φτάσει μέχρι τα 1,2 μέτρα. Το χρώμα του είναι καφεκόκκινο. Έχει κοκκινωπές βούλες κατά μήκος της ράχης. Δεν είναι δηλητηριώδες.

Σπιζαετός (Hieraetus)

Αν και μέτριου μεγέθους, ο αετός αυτός με άνοιγμα φτερούγων 145-165 εκ. και μήκος σώματος 55-60 εκ., είναι εξαιρετικά ισχυρός και μαχητικός. Το ενήλικο φαίνεται από πάνω μαύρο με λευκή πλάτη (λευκό Vανάμεσα στις φτερούγες), ενώ από κάτω έχει μαύρο σώμα και λευκό στήθος με κάθετες ραβδώσεις. Στην άκρη της ουράς διακρίνεται μια μαύρη ταινία.

Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae)

Είναι αρπακτικό πουλί το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως σπάνιο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Φωλιάζει σε αποικίες σε απόκρημνους γκρεμούς των νησιών και βραχονησίδων του Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ. (5-100 μ. ύψος), μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου. Η επώαση διαρκεί 25-30 ημέρες και τα νεαρά εγκαταλείπουν τη φωλιά τους μέσα σε 40-44 ημέρες.

Πετρίτης (Falco pelegrinus)

Είναι από τα ταχύτερα είδη πουλιών στον κόσμο και το πλέον ισχυρό είδος γερακιού της Ελλάδας, με άνοιγμα φτερών 90-115 εκ. και μήκος σώματος 35-50 εκ. Όταν κουρνιάζει διακρίνεται από τη μαύρη λωρίδα στο πλάι του κεφαλιού (σαν φαβορίτα ή μουστάκι), ενώ κατά την πτήση ξεχωρίζει από τα μυτερές φτερούγες και την κοντή ουρά που στενεύει στην άκρη. Στο Θαλάσσιο Πάρκο ο Πετρίτης συναντάται στα μεγάλα νησιά όπως Αλόννησος, Κυρά Παναγιά, Γιούρα, Σκάντζουρα, Πιπέρι. Τρέφεται κυρίως κυνηγώντας μικρού ή μεσαίου μεγέθους πτηνά που πιάνει πάντα στον αέρα με την μέθοδο της ενέδρας.

Κοκκινολαίμης (Erithacus rubecula)

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοκκινολαίμηδων, που είναι κατά βάση μοναχικά πουλιά, εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, είναι το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα στο πρόσωπο, την τραχηλιά και το στήθος, το οποίο και χρησιμοποιεί φουσκώνοντάς το για να τρομάξει τους εχθρούς του. Τον χειμώνα μεταναστεύουν στο Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ. από την Κεντρική Ευρώπη μεγάλοι αριθμοί πουλιών.

Χλωρίδα περιοχής

Αγριελιά (Olea europaea var. sylvestris)

Δέντρο ύψους 10-20 μ. με πλατιά κόμη. Φλοιός στην αρχή λείος, σταχτοπράσινος, αργότερα σχηματίζεται ξηρόφλοιο με σκοτεινότερο χρώμα. Εξαπλώνεται στις παραμεσόγειες χώρες, κοντά στις ακτές. Στην Ελλάδα απαντάται στην παραλιακή, λοφώδη και υποορεινή (ευρομεσογειακή) ζώνη. Η αγριελιά δέχεται μεγάλη πίεση από την κτηνοτροφία, κυρίως όμως από τον εμβολιασμό της σε ήμερο δέντρο και τη δημιουργία ελαιώνων. Το μεγαλύτερο μέρος των ελαιώνων του νησιού προήλθαν με αυτόν τον τρόπο. Έτσι μεγάλες δασικές εκτάσεις μετατράπηκαν σε ελαιώνες και στη συνέχεια έγιναν οικόπεδα.

Χαλέπιος Πεύκη (Pinus helepensis)

Δέντρο ύψους 10-20 μ. σπάνια 30 μ. Κορμός συνήθως στρεβλός και διακλάδωση όχι σε σπονδύλους (για να ξεχωρίζει από την Τραχεία Πεύκη που είναι σε σπονδύλους). Κόμη σε νεαρή ηλικία κωνική, σε μεγαλύτερη ηλικία, πλατιά, ακανόνιστη. Φλοιός στην αρχή λείος, γυαλιστερός, σταχτόλευκος, αργότερα σχηματίζει ξηρόφλοιο (χονδρές φλούδες από ξυλώδες υλικό) κοκκινοκαστανό, με επιμήκεις σχισμές. Συναντάται σε όλα τα μεγάλα νησιά σε συστάδες ή μεμονωμένα άτομα.

Σχίνος (Pistacia lentiscus

Γένος αειθαλών και φυλλοβόλων θάμνων και δένδρων. Αναπτύσσονται ακόμη και σε άγονα και ξηρά εδάφη σε ηλιόλουστες θέσεις. Ρητινοφόρος θάμνος ή δενδρύλλιο ύψους 1-7 μ.  Φυτό δίοικο, σύνθετα φύλλα με φυλλάρια δερματώδη και στιλπνή βαθυπράσινη επιφάνεια. Άνθη μονογενή, σε σταχύμορφους βότρυς. Καρποί μικροί, κόκκινου χρώματος που με την ωρίμανση γίνονται μαύροι. 

Σφενδάμι δασικό (Acer sempervirens)

Μικρό δέντρο ή μεγάλος θάμνος με φύλλα σκληρά, δερματώδη μικρά με λοβούς ή καμιά φορά σχεδόν ακέραια. Είναι το μόνο από τα σφενδάμια της Ελλάδας που διατηρεί τα φύλλα του όλο τον χρόνο. Ανθίζει τον Απρίλιο και τα άνθη του είναι κιτρινοπράσινα. Ο καρπός, πτερυγιοφόρο κάρυο, είναι χωρίς χνούδι, με πτερύγια σχεδόν παράλληλα. Εντοπίζεται στις πιο ξηρές περιοχές των νησιών του Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ.

Κοκορεβυθιά (Pistacia terebinthus)

Φυλλοβόλος θάμνος και καμιά φορά μικρό δέντρο ως 5μ. Εξαπλώνεται στις παραμεσογειακές χώρες και στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα το συναντάμε σε παραλιακές, και στις θερμότερες λοφώδεις και υπο-ορεινές περιοχές. Από τους νεαρούς βλαστούς της κοκορεβυθιάς παράγονται τα τσιτσίραβλα (τοπική γεύση).

Μυρτιά η Κοινή (Myrtus communis)

Πολύκλαδος θάμνος ή δενδρύλιο ύψους 1-5 μ. Φύλλα ωοειδή ή λογχοειδή, λεία σκουροπράσινα και γυαλιστερά. Άνθη μονήρη, εύοσμα, λευκά, που βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων, έχουν πέντε σέπαλα, πέντε λευκά πέταλα και πολλούς στήμονες. Καρποί ράγες, μικροί, σφαιρικοί, λευκού ή μαύρου χρώματος ή κυανομέλανου. Το φυτό συναντάται στις υγρές περιοχές της Αλοννήσου.

Πουρνάρι (Quercus coccifera)

Συνήθως θάμνος μέχρι 2 μέτρα και σπάνια μεγάλο δέντρο ύψους ύψους 10-15 μέτρων με πυκνά κλαδιά και φύλλα άφθονα, ωοειδή, σκληρά, χνουδωτά-αγκαθωτά, σκουροπράσινα κι από τις δυο πλευρές, 1,5-4 εκατοστά μήκος. Η περιφέρεια του φύλλου φέρει κυματοειδείς κολπώσεις ή δόντια αγκαθωτά αλλά μπορεί να είναι και λεία.

Φασκομηλιά (Phlomis fruticosa)

Το γένος περιλαμβάνει 100 περίπου είδη αειθαλών θάμνων και πολυετών, ποωδών φυτών με συνήθως γκριζωπά και αρωματικά φύλλα. Αναπτύσσονται ακόμα και σε στεγνά, άγονα, αλκαλικά ή ουδέτερα εδάφη και ηλιόλουστες θέσεις. Φυτεύονται σε βραχόκηπους και ομάδες, ενώ είναι και για παράλληλες φυτεύσεις. Οι θάμνοι πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα και οι πόες με διαίρεση. Εμφανίζεται σε όλη την έκταση του Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ.

Θυμάρι (Coridothymus capitatus)

Είναι πολυετής πόα, ύψους 20-40 εκ., χωρίς υπέργειο βλαστό. Φυτρώνει σε μέρη σκιερά και υγρά, που δεν τα βλέπει πολύ ο ήλιος, σε πολλές θέσεις του Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, ωοειδή, καρδιοειδή, με δύο αυτιά δεξιά και αριστερά και είναι γυαλιστερά. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιείται σα σκόνη κατά της αρθρίτιδας και των ρευματισμών, πάντα με ιατρική οδηγία.

Κυκλάμινο (Cyclamen repandum)

Είναι πόα κονδυλόριζη, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, που μοιάζει με πατάτα. Τα φύλλα του είναι όλα παράριζα, μακρόμισχα. Τα άνθη του είναι επίσης παράριζα πάνω σε μακρύ ποδίσκο ρόδινα, ελαφρώς εύοσμα, με κάλυκα πενταμερή και στεφάνη συμπέταλη με πέντε λοβούς και καθώς αναπτύσσονται γυρίζουν προς τα κάτω πέντε στήμονες. Η ρίζα του χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.

Λυχναράκι (Arisarum vulgare)

Είναι πολυετής πόα, ύψους 20-40 εκ., χωρίς υπέργειο βλαστό. Φυτρώνει σε μέρη σκιερά και υγρά, που δεν τα βλέπει πολύ ο ήλιος, σε πολλές θέσεις του Ε.Θ.Π.Α.Β.Σ. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, ωοειδή, καρδιοειδή, με δύο αυτιά δεξιά και αριστερά και είναι γυαλιστερά. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιείται σα σκόνη κατά της αρθρίτιδας και των ρευματισμών, πάντα με ιατρική οδηγία.